- ξυπολιέμαι
- ξυπολιέμαι, ξυπολύθηκα βλ. πίν. 183——————Σημειώσεις:ξυπολιέμαι : ως παράγωγο του ξυπόλυτος (από το αρχ. ρ. εξυπολύω) διατηρεί στον αόριστο το υ (ξυπολύθηκα), λόγω της σχέσης με το ρ. λύω.Η προέλευση από ρ. ξυπολάω δε φαίνεται πιθανή.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.