ξυπολιέμαι

ξυπολιέμαι
ξυπολιέμαι, ξυπολύθηκα βλ. πίν. 183
——————
Σημειώσεις:
ξυπολιέμαι : ως παράγωγο του ξυπόλυτος (από το αρχ. ρ. εξυπολύω) διατηρεί στον αόριστο το υ (ξυπολύθηκα), λόγω της σχέσης με το ρ. λύω.
Η προέλευση από ρ. ξυπολάω δε φαίνεται πιθανή.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυπολιέμαι — ξυπολύθηκα, γυμνώνω τα πόδια μου, βγάζω τα παπούτσια ή και τις κάλτσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξιπολιέμαι — (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπολιέμαι …   Dictionary of Greek

  • ξυπολύνω — και ξυπολάω (Μ ξυπολάω) μέσ. ξυπολιέμαι αφαιρώ τα υποδήματα μου και μένω ξυπόλητος νεοελλ. αναγκάζω κάποιον να μείνει ξυπόλυτος, αφαιρώ από κάποιον τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ υπο λύω «βγάζω τα υποδήματά μου», με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε . Οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”